κοτυληδόνα

κοτυληδόνα
η
1. το πρώτο φύλλο κατά τη βλάστηση σπέρματος.
2. γένος φυτών.
3. βυζάχτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • κοτυληδόνα — κοτυληδών any cup shaped hollow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκότυλος — η, ο (Α μονοκότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο… …   Dictionary of Greek

  • μονοκοτυλήδονος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από μία κοτυληδόνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκοτυλήδονα τα μονοκότυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monocotylidones (< μον(ο) * + κοτυληδόνα). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • καρύοψη — Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το… …   Dictionary of Greek

  • κοτυληδονώδης — ες (Α κοτυληδονώδης, ώδες) [κοτυληδών] 1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα 2. γεμάτος κοτυληδόνες …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • πολυκοτυλήδονος — η, ο, Ν βοτ. αυτός που έχει περισσότερες από μία κοτυληδόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycotyledones (< πολυ * + κοτυληδόνα)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκότυλος — η, ο, Ν βοτ. πολυκοτυλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κότυλος «κοτυληδόνα» (πρβλ. μονο κότυλος)] …   Dictionary of Greek

  • δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”